οὕτω

οὕτω
οὕτω, οὕτως
a
I in this way, even so

οὕτω δὲ Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.35

οὕτω δ' Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι P. 1.56

οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20

ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117

καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα (Heyne: οὕτω σθένος codd.) N. 11.42
II in the following way

εἶπε δ' οὕτως P. 4.11

III even as now

εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

IV with this in view

Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι O. 3.4

b c. adj., so

οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οὐτῶ — οὐτάω wound imperf ind mp 2nd sg οὐτάω wound pres imperat mp 2nd sg οὐτάω wound pres subj act 1st sg (attic epic ionic) οὐτάω wound pres ind act 1st sg (attic epic ionic) οὐτάω wound imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) οὐτάζω fut ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑτῶ — ἑτῶ , ἑτός sent masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐτῶ , ἐτάζω examine fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτω — οὕτως in this way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. — См. Любит как собака палку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χοὔτω — οὕτω , οὕτως in this way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτως — και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος] (το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» κάτω από… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”